- συμβάτης
- σύν-βατέωcoverimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεξουαλικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σεξουαλικότητα και στον σεξουαλισμό, γενετήσιος, αφροδίσιος 2. (για πρόσ.) α) ερωτικός β) λάγνος, προκλητικός 3. φρ. α) «σεξουαλικά γνωρίσματα» τα μορφολογικά και ψυχολογικά γνωρίσματα που… … Dictionary of Greek